- εύλυτος
- -η, -ο (ΑΜ εὔλυτος, -ον)1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.)2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα»)αρχ.1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.)2. χαλαρός («αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι», Ιπποκρ.)3. (για τις αρθρώσεις) ο συναρμοσμένος χαλαρά4. ασύνδετος, ασυναρμολόγητος5. αυτός που διαλύεται ή που θρυμματίζεται εύκολα6. (για το στόμιο τής μήτρας) μαλακός, εύκαμπτος, υποχωρητικός7. αυτός που εξατμίζεται, που αποσυντίθεται εύκολα («εὔλυτα στέργηθρα», Ευρ.)8. (για υγεία) επισφαλής9. ιατρ. (για έμβρυο) αυτός που εξέρχεται εύκολα10. επιρρεπής («στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν», Θεόφρ.)11. απαλλαγμένος από στενοχώριες και φροντίδες12. ελεύθερος, ανεμπόδιστος.επίρρ...εὐλύτως (ΑΜ)εύκολα, με εύκολη λύσηαρχ.χαλαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λυτός (< λύω)].
Dictionary of Greek. 2013.